arcadianet espa
Enterprise Europe Network
H Ελλάδα παραμένει μια ακριβή χώρα συγκρινόμενη και με τη Δυτική Ευρώπη
econ 001

Εάν στην Ελλάδα πρέπει να ξοδέψεις 100 ευρώ για να αγοράσεις ένα καλάθι προϊόντων, στο Λουξεμβούργο θα πρέπει να δαπανήσεις για το ίδιο καλάθι 145 ευρώ. Με απλά λόγια, είναι κατά 45% ακριβότερο.

Ωστόσο στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός είναι 684 ευρώ μηνιαίως, ενώ στο Λουξεμβούργο 1.923 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή υψηλότερος κατά 181% σε σύγκριση με την Ελλάδα. Από αυτό και μόνο το στοιχείο –ακραίο αλλά αληθινό– γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η εσωτερική υποτίμηση της ελληνικής οικονομίας αφορούσε κατά κύριο λόγο τους μισθούς και όχι τις τιμές των προϊόντων.

Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι ότι η Ελλάδα παραμένει μια ακριβή χώρα, αλλά κυρίως για τους κατοίκους της, καθώς το επίπεδο τιμών γενικώς υποχωρεί, αλλά πολύ χαμηλότερα από τον ρυθμό υποχώρησης του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος.

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ

Από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τον Απρίλιο του 2016 προκύπτει ότι πλέον η Ελλάδα είναι ακριβότερη από κάποιες χώρες σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν. Είναι ελαφρώς ακριβότερη από την Πορτογαλία και αρκετά ακριβότερη από πρώην ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία. Ακριβότερες από την Ελλάδα εμφανίζονται να είναι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όχι μόνο του ευρωπαϊκού Βορρά αλλά και του ευρωπαϊκού Νότου, όμως οι μισθοί στις χώρες αυτές παραμένουν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Ακόμη και στην Ισπανία, χώρα που έχει δοκιμασθεί από τη λιτότητα, το επίπεδο τιμών είναι κατά 9% υψηλότερο σε σχέση με την Ελλάδα, όμως ο κατώτατος μισθός είναι μεγαλύτερος κατά 12% από αυτόν που ισχύει στη χώρα μας. Η Ιρλανδία, χώρα που βγήκε από το μνημόνιο τον Δεκέμβριο του 2013, είναι κατά 45% ακριβότερη από την Ελλάδα, όμως ο βασικός μισθός ανέρχεται, σύμφωνα με τη Eurostat, σε 1.545 ευρώ/μήνα, υπερδιπλάσιος από τον αντίστοιχο ελληνικό.

Μπορεί, λοιπόν, ο Μάιος να ήταν ο 39ος συνεχής μήνας αρνητικού πληθωρισμού, αυτό όμως δεν σημαίνει λιγότερα βάρη για τους καταναλωτές αλλά και για τους παραγωγούς. Πρόκειται για ένδειξη όχι ανταγωνιστικής οικονομίας, αλλά οικονομίας που εξακολουθεί να βρίσκεται σε βαθιά ύφεση.

Επιπλέον, οι διαδοχικές αυξήσεις των έμμεσων φόρων δεν επιτρέπουν μεγαλύτερη υποχώρηση των τιμών και λιγότερα βάρη για τους καταναλωτές αλλά και τους παραγωγούς.

Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή υποχώρησε τον Απρίλιο του 2016 σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2015, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατά 0,5%.

Σε σταθερές τιμές όμως, χωρίς δηλαδή την επίδραση της αύξησης των έμμεσων φόρων (ΦΠΑ και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης), η μείωση είναι πολύ μεγαλύτερη, κατά 2,4%. Οι τιμές των τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών αυξήθηκαν κατά 1,5% σε ετήσια βάση, όμως εάν δεν είχε αυξηθεί ο ΦΠΑ οι τιμές θα είχαν μειωθεί κατά 2,8%. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται σε σειρά προϊόντων όπως τα γαλακτοκομικά, τα έλαια, ο καφές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν και οι τιμές των καυσίμων, οι οποίες έχουν υποχωρήσει σε ετήσια βάση κατά 8,2% (λόγω της μείωσης κυρίως των διεθνών τιμών). Ωστόσο η υποχώρηση θα ήταν πολύ μεγαλύτερη, κατά 14,7%, χωρίς την επίδραση της αύξησης των φόρων.

Στα στοιχεία αυτά αποτυπώνεται ακόμη η επίδραση από την αύξηση του ΦΠΑ το καλοκαίρι του 2015. Εντούτοις, στο προσεχές μέλλον θα φανούν στα στοιχεία και οι συνέπειες από τις νέες αυξήσεις των έμμεσων φόρων και τελών που ξεκίνησαν να ισχύουν από την 1η Ιουνίου 2016.

Ανατιμήσεις από τις αυξήσεις φόρων

Οι νέες αυξήσεις φόρων που ισχύουν από την 1η Ιουνίου προκαλούν ανατιμήσεις. Πρόκειται για αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ από το 23% στο 24%, γεγονός που επηρεάζει σειρά τυποποιημένων προϊόντων, τροφίμων και μη, καθώς και κάποιων υπηρεσιών, π.χ. διόδια. Επιπλέον, από την 1η Ιουνίου αυξήθηκε ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στην μπίρα, επιβλήθηκε τέλος 10% στη συνδρομητική τηλεόραση, ενώ αύξηση τιμών σε αρκετές κατηγορίες αυτοκινήτων θα επιφέρει και η αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των τελών ταξινόμησης. Σημαντικές, εξάλλου, είναι οι επιβαρύνσεις στα νησιά, καθώς καταργήθηκε το ειδικό καθεστώς της έκπτωσης στους συντελεστές ΦΠΑ κατά 30%. Και ως γνωστόν, έπεται συνέχεια με αύξηση, μεταξύ άλλων, των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα, γεγονός που θα αυξήσει το κόστος παραγωγής και μεταφορών και συνεπώς και τις τιμές καταναλωτή.

Πηγή: kathimerini.gr

Κοινοποιήστε το άρθρο
Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα άρθρα